Σάββατο 7 Σεπτεμβρίου 2013

Εγώ είμαι εσύ. Εσύ είσαι εγώ.

Πονάω.
Άφησε με να φύγω, θέλω να φύγω. Πρέπει να φύγω...να ξεφύγω.
Το ίδιο να κάνεις κι εσύ.
Με σφίγγεις πιο γερά.
Ασφυκτιώ, σταμάτα! Με πονάς. Με πονάς, σου λέω.
Ουρλιάζω.
Τώρα μέσα σου κλαις.
Κλαίω κι εγώ.
Δεν το καταλαβαίνεις; Πρέπει να μείνουμε χωριστά.
Δεν κουράστηκες να θέλεις ότι θέλω;
Δεν κουράστηκες;
Μπούχτισα εγώ.
Ας πάρει το δρόμο του ο καθένας.
Πληγώνομαι να'χω δυο καρδιές.
Πληγώνομαι να'χω να σκέφτομαι διπλά.
Πληγώνομαι να ζω για δύο μυαλά.

Όταν σπάσει ο δεσμός όλα θα'ναι αλλιώς.



Δευτέρα 17 Ιουνίου 2013

Μοναχικός λύκος.

Ανενόχλητος από κάθε μελωδική κίνηση της φύσης, της ζωής που ξετυλιγόταν σε εκείνον, στεκόταν εκεί. Ακριβώς εκεί που τελείωνε η πλαγιά την οποία η δική του αγέλη είχε κατακτήσει, κι ακριβώς εκεί που άρχιζε η απαγορευμένη ζώνη για κάθε μέλος της αγέλης. Ακριβώς πάνω στην αόρατη διαχωριστική γραμμή, ακριβώς στη μέση.
Ήσυχος και σκεπτικός όπως ήταν εξέταζε τις δύο πλαγιές σε κάθε ανεπαίσθητη λεπτομέρεια που τις αποτελούσε.  Κοιτώντας τα γνώριμα μέρη της δικής του πλαγιάς, είδε τα υπόλοιπα μέλη. Είδε αναμνήσεις να περνούν από τα μάτια του αστραπιαία κόβοντας του την ανάσα για λίγο. Αναμνήσεις γλυκές και πικρές που τον όριζαν ως λύκο. Συναισθήματα που τον είχαν αιχμαλωτίσει για πάντα. Η αλήθεια είναι ότι ήταν καρφωμένα τόσο βαθιά στην ολοζώντανη καρδιά του, που μόλις είχαν αρχίσει να τον πονούν. Κοίταξε τον ξάστερο ουρανό. Έμεινε να τον κοιτάζει για ώρα προσπαθώντας να αλλάξει εικόνες. Ήδη, όμως, ήταν αργά.  Εικόνες και αναμνήσεις έγιναν ένα με σκοπό να τον τρελάνουν. Συνδυασμός θανατηφόρος. Είχαν καταβροχθίσει με τόση μανία τα κύτταρα ζωτικότητας του. Τα πάντα εξασθενούσαν μέσα του. Η καρδιά του έκλαιγε. Σιωπηλά, ούρλιαζε με τόση δύναμη που έσπαγε κόκαλα-τα δικά του. Ξέσπαγε σε λυγμούς ατελείωτους. Ένα δάκρυ κύλησε ανενόχλητα  πάνω στην τριχωτή μουσούδα του. Και τότε ήταν που έχασε κάθε έλεγχο του εαυτού του. Σαν κάτι να τον είχε κυριέψει και να του είχε πάρει κάθε δύναμη αντίστασης που είχε παλιότερα, άρχιζε να τρέχει. Να τρέχει παρέα με τον άνεμο-ίσως και πιο γρήγορα- προς την απαγορευμένη ζώνη. Έτρεχε να ξεφύγει, δίχως να τον νοιάζει που κατευθυνόταν. Δεν οριζόταν σίγουρα από καμιά αναστολή τη στιγμή εκείνη. Τίποτα, μα τίποτα, δεν θα τον σταματούσε από την αποφυγή του. Χωρίς να βλέπει μπροστά του τίποτα πέρα από το απόλυτο σκοτάδι, έτρεχε. Κι έπεφτε και ξανασηκωνόταν, και κατρακυλούσε σε γκρεμούς και κολυμπούσε στα ρεύματα.  Όμως τίποτα δεν τον σταματούσε, μέχρι να μπει και η κούραση στο παιχνίδι που πράγματι τον είχε καταβάλλει εδώ και ώρα. Έκατσε να ξαποστάσει για λίγο, μα ήταν τόσο εξαντλημένος που αποκοιμήθηκε.
Καινούρια αρώματα, άγνωστοι ήχοι κι ένας ήλιος τόσο σκοτεινός τον ξύπνησαν αμέσως το επόμενο πρωί. Ο λύκος, ανοίγοντας τα μελί μάτια του, αντίκρισε το άγνωστο μέρος. Τώρα πια ένιωθε ασφαλής, μακριά από κάθε συνήθεια που θα τον σκότωνε.
Σήκωσε το ανάστημα του αποφασισμένος να κάνει τη νέα αρχή που εδώ και καιρό κατοικούσε στο νου του κρυφά.

Λύκος αήττητος.
Λύκος μοναχικός σαν ήταν...

Δευτέρα 10 Ιουνίου 2013

Σου γράφω πάλι από ανάγκη(!)

Λίγες ώρες πέρασαν και σε λησμόνησα. Εσένα, τη ζεστασιά της αγκαλιάς σου.
Με πήρε ο ύπνος στην επιστροφή κι έλειπε το στέρνο σου να γείρω. Τη μέρα ολόκληρη αυτά σκέφτομαι. Το ότι γύρισα πίσω στη ρουτίνα μοιάζει γεγονός ασήμαντο, πράγμα παράξενο για εμένα. Μπροστά σε αυτό που ξέρω πως τέτοια ευκαιρία ίσως και πότε να μην μας δοθεί ξανά, πραγματικά δεν με νοιάζει τίποτα άλλο. Λοιπόν, άλλη μια ανάμνηση να θυμάμαι.

Έχω γείρει στο καυτό σου στέρνο, στηρίζομαι στο μπράτσο σου.
Πλησιάζω όλο και πιο κοντά. Όλο και πιο κοντά. Κολλάω πάνω σου. Ασφυκτικά κοντά. Τόσο κοντά ώστε η μυρωδιά του κορμιού σου να τρυπώνει ορμητικά στα ρουθούνια μου και να με μεθύζει. Να με μεθύζει με αυτά που αισθάνεσαι. Αρώματα τρελά να ζητωκραυγάζουν πως με θες. Και ξάφνου ακούω την καρδιά σου. Τι όμορφος ήχος. Ανυπέρβλητος. Έχει περίεργο ρυθμό. Πότε έτσι, πότε αλλιώς. Με μάγεψε. Το πόδι μου καβαλικεύω στα δικά σου, το στήθος μου ακουμπάω δίπλα στο δικό σου. Σαν να χορεύει, το χέρι μου ανεβοκατεβαίνει στο στήθος σου μέχρι χαμηλά στην κοιλιά σου. Σε χαϊδεύω τρυφερά. Κι εκείνη ακριβώς τη στιγμή με αποτελειώνεις. Κατεβάζεις αποφασιστικά το χέρι σου στη μέση μου και με σφίγγεις φέρνοντάς με ένα ακόμα κλικ πιο κοντά. Σε απόσταση πνοής. Συνεχίζεις να με με σφίγγεις με τόση δύναμη. Παθιασμένα. 
Εκείνη τη στιγμή, σε ήθελα!
Ήθελα το κορμί σου. Ήθελα να σε κάνω δικό μου. Να με κάνεις δική σου. Όσα ποτέ σου δεν μου έλεγες, τώρα μου τα έδειχνε τα κορμί σου. Και πέρα από τις γνωστές σου τις καφρίλες που κατά βάθος μου αρέσουν, δεν ήταν χυδαίο ή κάτι τη στιγμής για να περάσεις καλά. Τόσο δυνατό ήταν και τόσο πολυπόθητο και από τους δυο μας. Γιατί, εκείνο το βράδυ κατάλαβα πως όλα όσα είχα στην πίσω όψη του μυαλού μου έβγαιναν αληθινά. Πάντα κρατούσα τις επιφυλάξεις μου για εσένα. Κατάλαβα πως πραγματικά με ήθελες κι εσύ! 
Μα το αφήσαμε έτσι, αινιγματικό..Και ίσως καλύτερα..Ίσως άλλη φορά...
Απλά τώρα δεν αμφιβάλλω ότι νιώσαμε το ίδιο έντονα εκείνο το βράδυ. Σιγουρεύτηκα για το πόσο σε λαχταρώ, τελικά..
Έπειτα, το χέρι σου μετακινείται στο πρόσωπο μου, με χαϊδεύεις. Μπλέκεις τα δάχτυλα σου στις τούφες των μαλλιών μου και τις ξεμπερδεύεις. Έτσι, κοιμηθήκαμε.
Υπήρξε χημεία, ομολογώ! 
Και παρ'όλο τη ζέστη δεν μ'άφησες στιγμή από επάνω σου. Όπως πλαγιάσαμε έτσι και κοιμηθήκαμε.
Αχ και να μην τελείωνε πότε η νύχτα η χθεσινή. 
23:11 δείχνει το ψηφιακό. Σε λίγο που θα πάω για ύπνο, κάτι θα λείπει..Τελικά το στίγμα σου το άφησες όπως μου είχες πει. Ξέρεις, τα δικά μου τα δαγκώματα δεν συγκρίνονται με αυτό που νιώθω τώρα εγώ. Καληνύχτα!

Κάτι που είχα γράψει καιρό πριν. Ξέρεις εσύ πόσο.

Κανονικά, τώρα θα έπρεπε να είμαι με τη Βιολογία στο χέρι. Γιατί με τέτοιους βαθμούς που έβγαλα φέτος θα έπρεπε να ενδιαφέρομαι περισσότερο για το αν θα περάσω..Εντάξει, υπάρχουν και χειρότερα από εμένα, αλλά για τα δικά μου δεδομένα έπιασα πάτο φέτος.
Κανονικά! 
Αλλά τι λέω;! 
Μόνο κανονική δεν είμαι. 
Ασυμβίβαστη και ξεροκέφαλη.

Και κάπου μέσα σε αυτή την ξεροκεφαλιά που με κατακλύζει ήρθες κι εσύ. 
Τ'ομολογώ σε είχα ξεχάσει μέχρι πριν λίγες μέρες. Μέχρι κάποιος να σε θυμίσει πάλι.
Κι εχτές πάλι δεν σε είδα. Μα..και να σε έβλεπα τι θα γινόταν δηλαδή;
Θα με κοιτούσες σαν να μην έχει συμβεί ποτέ τίποτα. Αυτό θα γινόταν. Αν και να σου πω την αλήθεια, όλα όσα θες να κρύψεις εγώ τα βλέπω. Χωρίς να το θέλω και να το θέλεις τα μοιραζόμαστε.
Εγώ κι εσύ. 

Γιατί δεν πρόκειται να σε πιστέψω αν μου πεις πως ξέχασες εκείνο το βράδυ.

*Πολλοί θα ήλπιζαν γράφοντας ένα τέτοιο άρθρο κάποια στιγμή να το διαβάσει εκείνος για τον οποίο προορίζεται. Εγώ από την άλλη εύχομαι να μην το δεις ποτέ. Δεν ξέρω αν μπορώ να στο εμπιστευτώ απλόχερα τώρα πια...

Δευτέρα 27 Μαΐου 2013

Κάθαρση ψυχής απόψε.

Άνοιξα τη βρύση ίσα ίσα να ελέγξω τη θερμοκρασία του νερού. Τζιτζί! Γδύθηκα, αφήνοντας τα ρούχα να σωριαστούν στα δροσερά πλακάκια που με γαργαλούσαν. Κοίταξα το είδωλο του κορμιού μου στον καθρέφτη. Χμμ..με μια λέξη "ατέλειες" που όλες οι κοπέλες τέτοια εποχή συνήθως φροντίζουν να ξεφορτωθούν. Εγώ, από την άλλη, δεν είχα όρεξη για τέτοια Αρκετά εξαντλημένη. Γύρισα πλάτη και μπήκα στο μπάνιο δυσαρεστημένη. Άνοιξα το τηλέφωνο του ντουζ και το νερό έπεσε στο δέρμα μου με τόση ορμή όπως ακριβώς οι σκέψεις που βασάνιζαν το μυαλό μου τη στιγμή εκείνη. Τις άφησα να με κυριεύσουν όσο έκανα σαπουνάδα στα μαλλιά μου. Όσο έκανα μπάνιο. Θα έδινα απαντήσεις και λύσεις σε όλες τις ερωτήσεις, αργότερα. Ήθελα απλώς να μουλιάσουν στο μυαλό μου για λίγο.
Παθητικά, τις δέχτηκα.

Κατά κάποιο τρόπο ένα μπάνιο απόψε μου ήταν απαραίτητο για λόγους υγιεινής μέσα μου. Επιθυμία για κάθαρση μυαλού/ψυχής-σύνδεση κι αυτή απαραίτητη. Έτσι, καθώς ανεβοκατέβαζα την πετσέτα με τρόπο εντελώς μηχανικό στο κορμί μου, κι άλλες σκέψεις με κατέκλυσαν. Τουλάχιστον, τώρα στον καθρέφτη έμοιαζα πιο όμορφη. Καθαρή.
 Έβαλα βιαστικά φρου φρου κι αρώματα, το λατρεμένο μποξεράκι του μπαμπά-για κάποιο λόγο μου προσέδιδε προστασία φορώντας το-κι ένα τυραντάκι. Η ψύχρα της αποψινής νύχτας με έκανε να ανατριχιάσω μια στιγμή, μα ούτε που με ένοιαζε. Το παράθυρο ανοιχτό, να με περιμένει. Σήκωσα τη σήτα για τα κουνούπια-κακώς το έκανα- και κρέμασα τα πόδια μου έξω από το παράθυρο. Ακουμπισμένα στον τοίχο που μόλις χώριζε το τσιμεντένιο μου κλουβί από τη φύση εκεί έξω-εντάξει, όσο ήταν δυνατό να ανθίσει στα τσιμέντα. Μια ησυχία που με γέμιζε απεραντοσύνη. Κι απέναντι το φεγγάρι, γεμάτο σχεδόν, να φωτίζει το τοπίο. Το μόνο που έλειπε ήταν η καλοκαιρινή ξαστεριά. Τα όμορφα αστέρια μου έλειπαν...

"Τελικά το πεπρωμένο είναι κάτι υπαρκτό που απλώς περιμένουμε να μας συμβεί ή το δημιουργούμε εμείς οι ίδιοι με τις επιλογές και τις πράξεις μας;" 
Αυτό με απασχολεί καιρό τώρα.
Άν μπορούσα να καταλήξω σε μια από τις δύο πλευρές, τότε θα έλυνα όλα αυτά που με έκαιγαν.

Μα για μισό, ήδη δεν είχα καταλήξει;
Οι πράξεις μου-εννοώντας την απραξία μου φυσικά- ζητοκράυγαζαν πως απλά περίμενα κάτι να συμβεί. Κάτι ξαφνικό και νέο να έρθει στη ζωή μου.
Από την άλλη όμως, μήπως δημιουργούσα και το πεπρωμένο μου έτσι;

Ναι...τα συγχαρητήρια μου πάλι...Μπουρδέλο στο μυαλό μου όλα.
Σκέφτομαι πολύπλοκα, πολύπλευρα.
Αλλά έτσι δεν είμαστε εμείς οι άνθρωποι;
Δεν είμαι η μόνη..
Είμαι;

"Άστο χαζή πέσε κοιμήσου" ψιθυρίζει μια ψυχή.
"Απλώς κινήσου, βάλε πάθος και προχώρα στη ζωή σου" ανταπαντάει η λογική που χάνω που και που...

Τελικά η ψύχρα με ανάγκασε να απομακρυνθώ από το παράθυρο. Έκλεισα τα φώτα κι έπεσα στο κρεβάτι αγκαλιάζοντας όλα τα αρκούδια μου. Χουχούλιασα στα παπλώματα κι άφησα το μυαλό μου να οργιάσει ώσπου να με πάρει ο ύπνος.
Ήλπιζα, με την πρώτη ακτίνα φωτός που θα με ξυπνούσε, να έχω μια απάντηση έτοιμη.

*Κι αν όχι όλη, την περισσότερη ζωή μας, περνάμε λύνοντας μυστήρια και δίνοντας απαντήσεις. 
Κι εγώ; Τι ήθελα;
Να έχω μέσα σε λίγες ώρες μονάχα ένα βάλσαμο;!
Όχι. Αρκετά βολικό, μου ακούγεται...